εκτομίς

εκτομίς
ἐκτομίς, η (Α)
(θηλ. τού εκτομεύς)
η εκτέμνουσα
1. εργαλείο για εκτομές («δρεπάνη ἐκτομὶς καυλῶν» — το δρεπάνι που αποκόπτει τους καλαμένιους κορμούς τών φυτών, Ανθ. Παλ.)
2. ἐκτομίς (μήτρα)
εκβολάς* Αθήν..

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐκτομίδα — ἐκτομίς cutting down fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”